αγγειοπλαστικός

αγγειοπλαστικός
-ή, -ό [αγγειοπλάστης]
1. ο σχετικός με την αγγειοπλαστική ή ο κατάλληλος γι’ αυτήν
2. το θηλ. ως ουσ. η αγγειοπλαστική*.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”